- σταφίδιασμα
- το, Ν [σταφιδιάζω]1. η ωρίμαση τών σταφυλιών και η μεταβολή τους σε σταφίδα2. μτφ. (για πράγμ. και πρόσ.) ζάρωμα, στέγνωμα, ρυτίδιασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταφίδιασμα — το 1. μετατροπή των σταφυλιών σε σταφίδα. 2. συρρίκνωση, ζάρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρίκνωμα — το, Ν [ρικνώνω] ρίκνωση, ζάρωμα, σκέβρωμα, σταφίδιασμα … Dictionary of Greek